- ἐφείκοστα
- ἐφείκοστα, τά,A additional tax of 1/20, PRev.Laws 34.3 (iii B.C.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
εφείκοστα — ἐφείκοστα, τὰ (Α) πάπ. πρόσθετος φόρος κατά 1/20 πάνω στην κύρια αξία. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + εἰκοστά. Η δασύτητα αναλογική προς το ἔφεκτος*] … Dictionary of Greek